- πρωτογυνία
- η, Ν1. βιολ. τύπος διαδοχικού ερμαφροδιτισμού κατά τον οποίο ο οργανισμός περνά από δύο διαδοχικά στάδια, αρχικά θηλυκό και κατόπιν αρσενικό2. βοτ. φαινόμενο που παρατηρείται στα ερμαφρόδιτα άνθη και κατά το οποίο ο στύλος, το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο, ωριμάζει πριν από τους στήμονες, τα άρρενα αναπαραγωγικά όργανα, αποκλείοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αυτεπικονίαση του άνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protogyny < proto- (< πρώτος) + -gyny (< -γυνία < -γυνος < γυνή, γυναικός)].
Dictionary of Greek. 2013.