πρωτογυνία

πρωτογυνία
η, Ν
1. βιολ. τύπος διαδοχικού ερμαφροδιτισμού κατά τον οποίο ο οργανισμός περνά από δύο διαδοχικά στάδια, αρχικά θηλυκό και κατόπιν αρσενικό
2. βοτ. φαινόμενο που παρατηρείται στα ερμαφρόδιτα άνθη και κατά το οποίο ο στύλος, το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο, ωριμάζει πριν από τους στήμονες, τα άρρενα αναπαραγωγικά όργανα, αποκλείοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αυτεπικονίαση του άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protogyny < proto- (< πρώτος) + -gyny (< -γυνία < -γυνος < γυνή, γυναικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προτερογυνία — η, Ν βοτ. η πρωτογυνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogyny < proterogynous (βλ. λ. προτερόγυνος)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”